- πολύνοια
- πολύνοιαthoughtfulnessfem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολυνοία — πολυνοίᾱ , πολύνοια thoughtfulness fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυνοίᾳ — πολυνοίᾱͅ , πολύνοια thoughtfulness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύνοια — ἡ, ΜΑ [πολύνους] πολλή σκέψη, σοβαρή σκέψη και αποφυγή τής πολυλογίας (α. «καλλιρρημοσύνην και πολύνοιαν», Ιωάνν. Δαμ. β. «τήν δὲ πολύνοιαν μάλλον ή πολυλογίαν ασκούσαν», Πλάτ.) μσν. η απασχόληση τού νου με πολλά, η διάσπαση τής προσοχής … Dictionary of Greek
πολυνοίας — πολυνοίᾱς , πολύνοια thoughtfulness fem acc pl πολυνοίᾱς , πολύνοια thoughtfulness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύνοιαν — πολύνοια thoughtfulness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ԲԱԶՄԱՄՏՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 411 Chronological Sequence: Unknown date գ. πολύνοια prudentia, sagacitas Հանճար. ճարտարմտութիւն. շատ՝ աղէկ խելք. *Կրետէ՝ բազմամտութեամբ մանաւանդ՝ քան եթէ բազմաբանութեամբ կրթեալ. Պղատ. օրին. ՟Ա … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)